απεριποίητος — η, ο (AM ἀπεριποίητος, ον) 1. (για πρόσωπα) ατημέλητος, ασυγύριστος 2. (για πράγματα) χωρίς επιμέλεια καμωμένος, αμελημένος 3. παθ. αυτός που δεν τον περιποιήθηκαν, που δεν έτυχε φιλοξενίας αρχ. μσν. ο ακατασκεύαστος … Dictionary of Greek
άσκυλτος — ἄσκυλτος, ον (AM) ο ανενόχλητος, ο ασάλευτος 1. ο ακλόνητος, ο άφοβος 2. (για το κεφάλι) ο ακατάστατος, ο απεριποίητος, δηλαδή με μακριά μαλλιά 3. επίρρ. ἀσκύλτως χωρίς τραυματισμό αρχ. αυτός που δεν τραυματίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σκύλλω… … Dictionary of Greek
ακόμιστος — η, ο (Α ἀκόμιστος, ον) αυτός που δεν μεταφέρθηκε ή δεν μπορεί να μεταφερθεί αρχ. απεριποίητος, αφρόντιστος, παραμελημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + κομιστὸς < κομίζω. ΠΑΡ. αρχ. ἀκομιστία] … Dictionary of Greek
απαράτιλτος — ἀπαράτιλτος, ον (Α) αυτός που δεν έχει μαδημένα ή τραβηγμένα μαλλιά, κακοχτενισμένος, απεριποίητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + παρατίλλω «μαδώ τις τρίχες από τα διάφορα μέρη του σώματος εκτός απ το κεφάλι»] … Dictionary of Greek
ασουλούπωτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει σουλούπι, δηλαδή καλή εξωτερική εμφάνιση, ο άκομψος, ο απεριποίητος 2. (για πράγματα) ο κακοφτιαγμένος … Dictionary of Greek
ασυμμάζευτος — και μάζωχτος και μαζωτος, η, ο 1. αμάζευτος, ασύναχτος 2. ακατάστατος, απεριποίητος, ασυγύριστος 3. αυτός που δεν μπορεί να περιοριστεί, ο ασυγκράτητος … Dictionary of Greek
ατημέλητος — η, ο (AM ἀτημέλητος, ον) [τημελώ] μσν. νεοελλ. αυτός που παραμελεί την εμφάνιση του, απεριποίητος αρχ. 1. αυτός που δεν τον φροντίζει, που δεν τον προσέχει κανείς 2. εκείνος που δεν ελπίζει πια τίποτε, αποτυχημένος 3. νωθρός, αδιάφορος … Dictionary of Greek
ατημελής — ἀτημελής, ές (Α) [τημελώ] 1. παραμελημένος, απεριποίητος 2. αμελής, απρόσεκτος … Dictionary of Greek
κακοστολισμένος — η, ο 1. άσχημα διακοσμημένος, αμελώς στολισμένος 2. κακοντυμένος, απεριποίητος … Dictionary of Greek
νεγκλιζέ — (άκλ. επίθ.) ατημέλητος, απεριποίητος, ασυγύριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. neglige, «παραμελημένος, ατημέλητος», μτχ. τού ρ. negliger] … Dictionary of Greek